-
1 βια
эп.-ион. βίη ἥ1) жизненная сила, жизньβίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. — убить кого-л.
2) сила, мощь(κάρτος τε β. τε Hom.; ἥ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.)
βίην καὴ χεῖρας ἀμείνων Hom. — превосходящий силой рук;ἰσχὺς ἀμήχανος τῆς βίας Arst. — огромная сила напора;μετὰ βίας πολλῆς Plut. — с огромной силой;3) сила, насилие, принуждениеβίᾳ (βίῃ) и βίηφι Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. — силой, насильно;
πρὸς βίαν Aesch., Plat.; — по принуждению, поневоле, насильно;αἱ βίᾳ πράξεις Plat. — насильственные действия;βίας γραφή юр. Plut. — жалоба на насилие -
2 βία
Aβίηφι Od.6.6
:—bodily strength, force, Hom., etc.;χειρῶν βία B. 10.91
:—in Hom., periphr. of strong men,βίη Ἡρακληείη Il.2.658
, where the part. masc. πέρσας follows, cf. 11.690; βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, 4.386, Od.11.290, etc.;βίη Διομήδεος Il.5.781
; alsoἲς.. βίης Ἠρακληείης Hes.Th. 332
: so in Lyr. and Trag.,Πέλοπος βία B.5.181
; Τυδέως βία, Πολυνείκους β., A.Th. 571, 577;φίλτατ' Αἰγίσθου β. Id.Ch. 893
; θήρειος β., = Κένταυροι, S. Tr. 1059.2 personified,Κράτος Βία τε A.Pr.12
.3 of the mind,οὐκ ἔστι βίη φρεσίν Il.3.45
.b of an argument,βίαν οὐκ ἔχειν πρὸς <τὸ> ἀποδειξαι Phld.Sign.9
.II act of violence,ὕβρις τε βίη τε Od.15.329
: mostly in pl.,κείνων γε βίας ἀποτείσεαι 11.117
;βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν 16.189
;βίαι ἀνέμων Il.16.213
.2 βίᾳ τινός against one's will, in spite of him, A.Th. 746 (lyr.), S.Ant.79, Th.1.43, etc.;β. φρενῶν A.Th. 612
;β. καρδίας Id.Supp. 798
; β. alone as Adv., perforce, Od.15.231, B.17.10, A.Pr.74, al.;βίῃ ἐπειρᾶτο Hdt. 6.5
; opp. κατὰ φύσιν, Arist.Ph. 215a1; alsoπρὸς βίαν τινός A.Eu.5
;πρὸς βίαν ἄγειν τινά Id.Pr. 210
, cf. S.OT 805, Eup.8.10 D., Ar.V. 443, etc.; opp. ἑκών, Pl.Phdr. 236d; , al., Herod.5.58;ὑπὸ βίης Hdt.6.107
;ἀπὸ βίας D.S.20.51
; of Zeus,εὐμενεῖ βία κτίσας A.Supp. 1068
(lyr.).3 in [dialect] Att. law, rape, βίας δίκη Sch.Pl.R. 464e;βίᾳ αἰσχύνεσθαί τινα Lys.1.32
.4 = Lat. vis, βίας γραφή D C.37.31, cf. 33;μαρτύρομαι τὴν βίαν POxy.1120.11
(iii A. D.). (Cf. Skt. jyā´ jiyā´ 'preponderating power', jināti 'oppress'.)
См. также в других словарях:
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek